- ζύγιασμα
- το (Μ ζύγιασμα) [ζυγιάζω]1. ζύγισμα, στάθμιση2. μτφ. δίκαιη κρίση, απόφαση («Δικαιοσύνη,... τό ξέρω από πρωτύτερα το ζύγιασμά σου», Παλαμ.)3. μτφ. (ιδίως για αρπακτικά πτηνά) η αιώρηση στον αέρα, χωρίς κίνηση τών φτερών4. μτφ. (ιδίως για πτηνά) προσπάθεια ισορροπίας.
Dictionary of Greek. 2013.