ζύγιασμα

ζύγιασμα
το (Μ ζύγιασμα) [ζυγιάζω]
1. ζύγισμα, στάθμιση
2. μτφ. δίκαιη κρίση, απόφαση («Δικαιοσύνη,... τό ξέρω από πρωτύτερα το ζύγιασμά σου», Παλαμ.)
3. μτφ. (ιδίως για αρπακτικά πτηνά) η αιώρηση στον αέρα, χωρίς κίνηση τών φτερών
4. μτφ. (ιδίως για πτηνά) προσπάθεια ισορροπίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζύγιασμα — το, ατος ζύγισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζύγισμα — και ζύγιασμα, το (Μ ζύγιασμα) [ζυγίζω] 1. ζύγιση, στάθμιση, εύρεση τού βάρους ενός σώματος και ο καθορισμός του σε σταθμά 2. ευθυγράμμιση 3. εκτίμηση και υπολογισμός τών συνεπειών μιας ενέργειας 4. (για πτηνά) αιώρηση, ζύγιασμα στο διάστημα,… …   Dictionary of Greek

  • ζύγι — και ζύγιο, το (AM ζύγιον, Μ και ζύγιν και ζυγίν) 1. η εξακρίβωση και ο καθορισμός με σταθμά τού βάρους ενός σώματος, ζύγισμα, ζύγιασμα, ζυγοστάθμιση 2. στον πληθ. τα ζύγια ή ζυγά τα εγκάρσια καθίσματα που ενώνουν τις απέναντι πλευρές πλοίου ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”